O εμβληματικός αρχηγός της Νίκης Αμαρουσίου, Βασίλης Κοντογιάννης, ο οποίος πέρασε σχεδόν ολόκληρη την μπασκετική ζωή του στο σωματείο μας, εγκαινιάζει τη στήλη «Νίκη Αμαρουσίου: Αθλητικό Ρετρό», μιλώντας για τη διαδρομή του, τις στιγμές που κρατά και τους λόγους που δεν έφυγε ποτέ από την ομάδα.
Έχεις μετρήσει πόσα χρόνια πέρασες στη Νίκη Αμαρουσίου; Ή το μέτρημα… χάθηκε κάπου στην πορεία;
«Η Νίκη Αμαρουσίου είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για μένα. Ήλθα για πρώτη φορά στην ομάδα το 1996. Με διάλειμμα ενός έτους, πέρασα όλη την μπασκετική ζωή μου εδώ πριν σταματήσω τη χρονιά του κορονοϊού. Τότε ήταν που αποφάσισα ότι δεν θα αγωνιστώ ξανά, ότι έφτασε η στιγμή να αποσυρθώ. Ζήσαμε τα πάντα μαζί με τη Νίκη Αμαρουσίου, φτάσαμε από τη Δ’ ΕΣΚΑ ως τη Β’ Εθνική και πλέον το σωματείο έχει εδραιωθεί στις Εθνικές κατηγορίες, αποτελώντας σημείο αναφοράς για το μπάσκετ στο Μαρούσι».
Πώς έζησες αυτό το ταξίδι με αφετηρία το κλειστό της Κοκκινιάς;
«Η αλήθεια είναι ότι απόλαυσα τα πάντα! Περάσαμε πολλά, ξεπεράσαμε εμπόδια και δυσκολίες, ζήσαμε όμορφες στιγμές, χαρές και επιτυχίες. Σε κάθε περίπτωση, κάθε σεζόν ήταν ιδιαίτερη. Όλα αυτά τα χρόνια στη Νίκη μού φάνηκαν σαν αιωνιότητα! Πέρασα πάρα πολλά χρόνια στο ίδιο σωματείο, είχε γίνει η καθημερινότητά μου. Σε αυτές τις κατηγορίες που το μπάσκετ είναι ερασιτεχνικό-επαγγελματικό, απαιτούνται πολλές “θυσίες” και αρκετός χρόνος από τη ζωή σου. Ουσιαστικά το κάνεις για την… τρέλα σου».
Γενικώς, είσαι άνθρωπος των αλλαγών; Ή προτιμάς να μένεις σε ένα περιβάλλον που νιώθεις άνετα;
«Όχι, ποτέ δεν ήμουν έτσι. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν νόμιζα ότι ήμουν έτσι. Στα 44 μου και έχοντας πια μεγαλώσει, διαπιστώνω ότι προτιμώ τις μόνιμες καταστάσεις. Αλλά δεν είχα αυτή τη νοοτροπία ως παίκτης. Απλώς, προέκυψε. Ήταν πολλές φορές που σκέφτηκα να φύγω από τη Νίκη Αμαρουσίου, είχα προτάσεις στα χέρια μου, ειδικά όταν ήμουν σε νεαρή ηλικία, πριν χτυπήσω το γόνατό μου. Πάντα όμως κάτι γινόταν και έμενα στην Κοκκινιά».
Τι σε κράτησε, λοιπόν στη Νίκη Αμαρουσίου; Γιατί δεν δοκίμασες να παίξεις μπάσκετ κάπου αλλού;
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σου πω (χαμογελά). Είναι πολλά πράγματα. Ίσως έχει να κάνει με την εντοπιότητα, ότι είμαι Μαρουσιώτης. Ίσως έχει να κάνει με ότι κάθε χρόνο προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι καλό. Με παιδιά από τη γειτονιά, όχι τόσο με μεγάλες μεταγραφές και πολλά λεφτά. Από τα πρώτα χρόνια πίστευα ότι μπορώ να αναδειχθώ μέσα από τη Νίκη Αμαρουσίου. Και κάθε φορά που έλεγα ότι ήρθε η ώρα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό, όλο κάτι γινόταν! Έρχονταν κάποια παιδιά, “δέναμε” μαζί, φτιάχναμε ωραίες παρέες, αγαπούσε ο ένας τον άλλον… Και κάπως έτσι έμενα».
Ποιες στιγμές κρατάς από αυτή τη διαδρομή;
«Σίγουρα όλες οι άνοδοι. Και κάποιες χρονιές που σώσαμε την ομάδα στο φινάλε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι η άνοδος στη Β’ Εθνική συνέπεσε με τον γάμο μου! Ήταν το καλοκαίρι του 2015, μετά τις ανακατατάξεις στα πρωταθλήματα των Εθνικών κατηγοριών, όταν η ομάδα προβιβάστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της στη Β’ Εθνική. Το μάθαμε ότι ανεβήκαμε οριστικά τη μέρα του γάμου! Θυμάμαι ότι το συζητήσουμε στα τραπέζια εκείνο το βράδυ…».
Τι είναι αυτό που μένει στο τέλος της ημέρας;
«Όλα αυτά τα όμορφα συναισθήματα, όλες οι στιγμές που έχεις ζήσει με κάποιους ανθρώπους που μπορεί να μην τους βλέπεις πια τόσο συχνά αλλά πάντα τους σκέφτεσαι. Πάντα θα τους πάρεις ένα τηλέφωνο να δεις τι κάνουν. Και όταν τους δεις από κοντά και τους μιλήσεις μετά από καιρό, θα είναι σαν να μην έχει περάσει μια μέρα.
Σίγουρα αυτό που μένει είναι η αγάπη για το μπάσκετ, για τη γειτονιά, για τη Νίκη Αμαρουσίου και για τα μικρά παιδιά. Γιατί ακόμα και εμείς που δεν είμαστε επαγγελματίες, αποτελούμε πρότυπα για κάποια παιδιά. Αυτό είναι το πιο σημαντικό και αυτό κρατάω. Ότι ίσως κατάφερα και έκανα κάποια παιδιά να ασχοληθούν με το μπασκετάκι και να μην είναι στους δρόμους».
– Στη βασική φωτογραφία του άρθρου, ο Βασίλης Κοντογιάννης πανηγυρίζει την άνοδο στη Γ’ Εθνική έχοντας στο πλευρό του τον άλλοτε Δήμαρχο Αμαρουσίου, Γιώργο Πατούλη, τον πρόεδρο της Νίκης Αμαρουσίου, Αντώνη Τσέκενη και τους συμπαίκτες του.